- Λασθένη
- Λασθένηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μαχατάς — (τέλη 3ου αι. π.Χ. – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Δωριέας ανδριαντοποιός. Έζησε την εποχή των Επίγονων ή στους πρώτους ρωμαϊκούς χρόνους. Είναι γνωστός από δύο επιγραφές, που βρέθηκαν στο ιερό του Απόλλωνα κοντά στο Ανακτόριο της Ακαρνανίας. Η μία από… … Dictionary of Greek
Πανάρης — Στρατηγός της Κρητικής Κυδωνίας, που έδρασε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. Κάτω από την αρχηγία του ίδιου και του Λασθένη οι Κρητικοί αγωνίστηκαν με επιτυχία εναντίον των διαφόρων επιδρομών των Ρωμαίων στο διάστημα 74 69 π.Χ., οπότε αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek